-
1 ποικιλλω
1) расшивать, вышивать, разукрашивать(μίτρα πεποικιλμένα Pind.)
τοῖς ὀνόμασι π. Plat. — разукрашивать словами, т.е. говорить изысканно2) расписывать, искусно изображать(χορόν, sc. ἐν σάκει Hom.)
3) разнообразить(τὸν βίον Eur., Plut.; εἴδη τινός Plat.)
4) хитрить, лукавить, путать(πρός τινα Plat.)
ἃ σὺ ποικίλλεις Soph. — твои путаные речи;Σπάρτη πεποίκιλται τρόπους Eur. — Спарта коварна в своих нравах
См. также в других словарях:
καναχηδής — καναχηδής, ές (Α) [καναχή] καναχής*. επίρρ... καναχηδά και καναχηδόν (Α) 1. με ισχυρό κρότο, με θόρυβο, με ήχο δυνατό 2. φρ. «Λυδία μίτρα καναχηδά πεποικιλμένα» λύδιο άσμα που συνοδεύεται από μουσικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα επίρρ. καναχη δά και… … Dictionary of Greek